ἀρικύμων

ἀρικύμων
ἀρῐκύμων [ᾰ] [pron. full] [ῡ], ον, gen. ονος, ([etym.] κύω)
A prolific, Hp.Superf.23, prob. in Aër.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αρικύμων — ἀρικύμων ( ονος), η (Α) (για γυναίκα) αυτή που συλλαμβάνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + κύμων < κύμα < κυώ «είμαι έγκυος, συλλαμβάνω»] …   Dictionary of Greek

  • ἀρικύμων — ἀρικύ̱μων , ἀρικύμων prolific masc/fem nom sg ἐρικύμων big with young masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρι- — (AM ἀρι ) προθεματικό, επιτατικό μόριο που χρησιμεύει για να επιτείνει τη σημασία του β συνθετικού της λέξης στην οποία απαντά και σημαίνει «πολύ, κατεξοχήν» (πρβλ. το συνώνυμο ερι ). Χρησιμοποιείται σε αρκετές λέξεις, κυρίως του αρχαίου… …   Dictionary of Greek

  • ἀρικύμονες — ἀρικύ̱μονες , ἀρικύμων prolific masc/fem nom/voc pl ἐρικύμων big with young masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”